λυντσάρισμα

λυντσάρισμα
το линчевание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λυντσάρισμα" в других словарях:

  • λυντσάρισμα — το βλ. λιντσάρισμα …   Dictionary of Greek

  • λιντσάρισμα — και λυντσάρισμα, το [λιντσάρω] τρόπος άμεσης εκτέλεσης ατόμου από εξαγριωμένο πλήθος, χωρίς προηγούμενη νόμιμη διαδικασία, ο οποίος εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ από τον δικαστή Τζ. Λυντς …   Dictionary of Greek

  • Ντίρενματ, Φρίντριχ — (Friedrich Durrenmatt, 1921 – 1990). Ελβετός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία, γερμανική φιλολογία και ιστορία τέχνης στη Βέρνη και στη Ζυρίχη. Εμφανίστηκε στο θέατρο με το έργο Είναι γραμμένο (1947), αλλά η πρώτη του αληθινή επιτυχία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»